ζαβός

ζαβός
Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική. Εξελέγη αρκετές φορές βουλευτής της Ιονίου Βουλής. Διετέλεσε, επίσης, πρεσβευτής της Γαλλικής Δημοκρατίας στον Αλή πασά των Ιωαννίνων. 2. Λεωνίδας. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και ήταν ένα από τα δραστήρια στελέχη της. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, θεωρήθηκε από τις αγγλικές αρχές υποκινητής των φιλελληνικών εκδηλώσεων στην Ιθάκη και κινδύνεψε να απαγχονιστεί. Αφού διέφυγε τον κίνδυνο, εργάστηκε για τον Αγώνα έως το 1828. 3. Φιόρος. Από το 1817 διετέλεσε μέλος της Φιλομούσου Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη. Ενώ βρισκόταν στο Ισμαήλιο για εμπορικές υποθέσεις, μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τους Παναγιώτη Αναγνωστόπουλο και Παναγιωτόπουλο (1819) και από τότε εργάστηκε ακούραστα για τη διάδοσή της. Μύησε πολλούς πατριώτες στην Πελοπόννησο, στην Ιθάκη και στην Κεφαλονιά. Στην Ιθάκη συμπλήρωσε την κατήχηση του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Κατά τη διάρκεια του Αγώνα, εργάστηκε εντατικά για τον ανεφοδιασμό και την αποστολή τροφίμων στους πολεμιστές.
* * *
-ή, -ό
1. (για πράγματα) στραβός, στρεβλός, λοξός
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει στρεβλό χαρακτήρα, άμυαλος, ανόητος
3. (για ανθρώπους ή ζώα) δύστροπος, ιδιότροπος, κακός ανάποδος
4. παράνομος
5. το ουδ. ως ουσ. το ζαβό
α) παρανομία
β) υπερβολική παραξενιά.
επίρρ...
ζαβά (Μ ζαβά)
1. στραβά, λοξά, σκολιώς, στρεβλώς («ζαβά, τυφλά πορπάτει», Ερωτόκρ.)
2. ανάποδα, άτυχα, αντίξοα («τού ήρθαν όλα ζαβά»)
3. παράνομα («[ο άνθρωπος] πολομᾱ ζαβὰ πρὸς τὸν αὐθέντην νὰ πάρει τὴν ὁδόν του», Ασσίζ.)
4. ανόητα, άστοχα («δεν ήτο μπορετό ατός του να θελήσει έτσι ζαβά την προξενειά νά 'ρθει να μού μιλήσει», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Προέρχεται από τον μτγν. αρχ. ελλ. τ. Σάβος ή Σαβός «βακχεύων, τρελός», με ηχηροποίηση τού αρκτικού σ σε ζ (πρβλ. σάκχαρις> ζάχαρη). Από τη λ. ζαβός προήλθε και το μσν.-νεοελλ. επίθ. ζερβός (ζαβός > ζαβρός > ζαρβός > ζερβός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ζαβός — ή, ό 1. ανάποδος, στραβός: Τοποθέτησε τα πράγματα ζαβά. 2. τρελός, ιδιότροπος: Είναι ζαβός και δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζαβώνω — [ζαβός] 1. κάνω κάτι ζαβό, στρεβλώνω, διαστρέφω, στραβώνω 2. γίνομαι στραβός, λοξός, στρεβλός («το ξύλο ζάβωσε από την υγρασία») 3. φέρνω δυσκολίες, χαλάω τα σχέδια κάποιου («μάς τά ζάβωσε ο καιρός») 3. μτφ. για πρόσ. αποβλακώνω κάποιον («τόν… …   Dictionary of Greek

  • Panayiotis Zavos — Infobox Person name = Panayiotis Michael Zavos imagesize = 81px caption = birth date = birth date and age|mf=yes|1944|02|23 birth place = Tricomo, Cyprus residence = Lexington, Kentucky, USAPanayiotis Michael Zavos ( el. Παναγιώτης Ζαβός, or… …   Wikipedia

  • сабля — укр., блр. шабля, др. русск. саблѩ (Пов. врем. лет, СПИ), болг. сабя, сербохорв. са̏бља, словен. sȃblja, чеш. šаvlе, слвц. šаbl᾽а, польск. szabla. Эти слова считаются элементами вост. происхождения. За источник принимают венг. szablya сабля от… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Сабля оружие — рубящее оружие с изогнутым клинком, имеющим обыкновенно в длину не менее 90 стм. В видах употребления С. и в качестве колющего оружия оконечность клинка на протяжении 10 стм. оттачивается с обеих сторон. Название С. одни производят от араб. сейф …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Сабля, оружие — рубящее оружие с изогнутым клинком, имеющим обыкновенно в длину не менее 90 стм. В видах употребления С. и в качестве колющего оружия оконечность клинка на протяжении 10 стм. оттачивается с обеих сторон. Название С. одни производят от араб. сейф …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Säbel, der — Der Säbel, des s, plur. ut nom. sing. ein langes, breites und gekrümmtes Schwert, dergleichen unter andern auch die Türken, Ungarn und Husaren zu führen pflegen. Anm. Im Nieders. Zabel, auch in andern gemeinen Mundarten Sabel und Saber, im Schwed …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • -άγρα — παραγωγική κατάληξη τής Αρχαίας και τής Νέας Ελληνικής, που δημιουργήθηκε από τα σε αγρα σύνθετα και μάλιστα από τα ποδ άγρα, χειρ άγρα, που δηλώνουν νόσημα. Δηλώνει γενικά πάθος, κακότητα, ελάττωμα, όπως αγαθός αγαθάγρα, αγκώνας αγκωνάγρα (=… …   Dictionary of Greek

  • ζάβουλος — ο κουτός, βλάκας, ευήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζαβός + κατάλ. ουλος (πρβλ. βαθ ουλός, παχ ουλός)] …   Dictionary of Greek

  • ζάχαρη — Κοινή ονομασία για τη σακχαρόζη, οργανική ένωση του τύπου C12Η22Ο12 που υπάρχει άφθονη στο ζαχαροκάλαμο και στα τεύτλα, από τα οποία γίνεται η βιομηχανική παρασκευή της. Είναι ένας δισακχαρίτης ο οποίος σχηματίζεται από ένα μόριο γλυκόζης και ένα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”